κωδίκελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωδίκελος οι κωδίκελοι
      γενική του κωδίκελου
& κωδικέλου
των κωδίκελων
& κωδικέλων
    αιτιατική τον κωδίκελο τους κωδίκελους
& κωδικέλους
     κλητική κωδίκελε κωδίκελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κωδίκελος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.