κυψελιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυψελιώτικος | η | κυψελιώτικη | το | κυψελιώτικο |
| γενική | του | κυψελιώτικου | της | κυψελιώτικης | του | κυψελιώτικου |
| αιτιατική | τον | κυψελιώτικο | την | κυψελιώτικη | το | κυψελιώτικο |
| κλητική | κυψελιώτικε | κυψελιώτικη | κυψελιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυψελιώτικοι | οι | κυψελιώτικες | τα | κυψελιώτικα |
| γενική | των | κυψελιώτικων | των | κυψελιώτικων | των | κυψελιώτικων |
| αιτιατική | τους | κυψελιώτικους | τις | κυψελιώτικες | τα | κυψελιώτικα |
| κλητική | κυψελιώτικοι | κυψελιώτικες | κυψελιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυψελιώτικος < Κυψελιώτης + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.pseˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ψε‐λιώ‐τι‐κος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κυψελιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.