Κυψέλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυψέλη οι Κυψέλες
      γενική της Κυψέλης
    αιτιατική την Κυψέλη τις Κυψέλες
     κλητική Κυψέλη Κυψέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κυψέλη <  δείτε τη λέξη κυψέλη

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈpse.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυψέλη

Κύριο όνομα

Κυψέλη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. συνοικία της Αθήνας
  3. οικισμοί της Ελλάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.