κυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυρωμένος η κυρωμένη το κυρωμένο
      γενική του κυρωμένου της κυρωμένης του κυρωμένου
    αιτιατική τον κυρωμένο την κυρωμένη το κυρωμένο
     κλητική κυρωμένε κυρωμένη κυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυρωμένοι οι κυρωμένες τα κυρωμένα
      γενική των κυρωμένων των κυρωμένων των κυρωμένων
    αιτιατική τους κυρωμένους τις κυρωμένες τα κυρωμένα
     κλητική κυρωμένοι κυρωμένες κυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυρώνω

Μετοχή

κυρωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.