κυριολεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυριολεκτικός | η | κυριολεκτική | το | κυριολεκτικό |
| γενική | του | κυριολεκτικού | της | κυριολεκτικής | του | κυριολεκτικού |
| αιτιατική | τον | κυριολεκτικό | την | κυριολεκτική | το | κυριολεκτικό |
| κλητική | κυριολεκτικέ | κυριολεκτική | κυριολεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυριολεκτικοί | οι | κυριολεκτικές | τα | κυριολεκτικά |
| γενική | των | κυριολεκτικών | των | κυριολεκτικών | των | κυριολεκτικών |
| αιτιατική | τους | κυριολεκτικούς | τις | κυριολεκτικές | τα | κυριολεκτικά |
| κλητική | κυριολεκτικοί | κυριολεκτικές | κυριολεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυριολεκτικός < (ελληνιστική κοινή) κυριόλεκτος
Συγγενικά
- κυριολεκτικά
- κυριολεκτικώς
- → δείτε τις λέξεις κυριολεκτώ, κύριος και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.