ακυριολεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακυριολεξία | οι | ακυριολεξίες |
| γενική | της | ακυριολεξίας | των | ακυριολεξιών |
| αιτιατική | την | ακυριολεξία | τις | ακυριολεξίες |
| κλητική | ακυριολεξία | ακυριολεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακυριολεξία < α- στερητικό + κυριολεξία
Ουσιαστικό
ακυριολεξία θηλυκό
- η χρήση μιας λέξης ή φράσης κατά τρόπο που δεν συμφωνεί με την πραγματική ή συνήθη σημασία της
Ταυτόσημο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.