γλαγολιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλαγολιτικός η γλαγολιτική το γλαγολιτικό
      γενική του γλαγολιτικού της γλαγολιτικής του γλαγολιτικού
    αιτιατική τον γλαγολιτικό τη γλαγολιτική το γλαγολιτικό
     κλητική γλαγολιτικέ γλαγολιτική γλαγολιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλαγολιτικοί οι γλαγολιτικές τα γλαγολιτικά
      γενική των γλαγολιτικών των γλαγολιτικών των γλαγολιτικών
    αιτιατική τους γλαγολιτικούς τις γλαγολιτικές τα γλαγολιτικά
     κλητική γλαγολιτικοί γλαγολιτικές γλαγολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Γλαγολιτικό αλφάβητο

Ετυμολογία

γλαγολιτικός < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική глаголъ (glagolŭ: μιλώ, σχηματίζω ρηματικό τύπο)

Επίθετο

γλαγολιτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.