κυριακάτικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κυριακάτικο

  1. αιτιατική ενικού του κυριακάτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κυριακάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.