κυλινδρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλινδρωμένος η κυλινδρωμένη το κυλινδρωμένο
      γενική του κυλινδρωμένου της κυλινδρωμένης του κυλινδρωμένου
    αιτιατική τον κυλινδρωμένο την κυλινδρωμένη το κυλινδρωμένο
     κλητική κυλινδρωμένε κυλινδρωμένη κυλινδρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλινδρωμένοι οι κυλινδρωμένες τα κυλινδρωμένα
      γενική των κυλινδρωμένων των κυλινδρωμένων των κυλινδρωμένων
    αιτιατική τους κυλινδρωμένους τις κυλινδρωμένες τα κυλινδρωμένα
     κλητική κυλινδρωμένοι κυλινδρωμένες κυλινδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυλινδρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κυλινδρώνω

Μετοχή

κυλινδρωμένος, -η, -ο

  • που έχει κυλινδρωθεί
    κυλινδρωμένη στρώση σκυρών σκυροδέματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.