κυδάλιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κυδάλιμος κυδαλίμη τὸ κυδάλιμον
      γενική τοῦ/τῆς κυδαλίμου τῆς κυδαλίμης τοῦ κυδαλίμου
      δοτική τῷ/τῇ κυδαλίμ τῇ κυδαλίμ τῷ κυδαλίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν κυδάλιμον τὴν κυδαλίμην τὸ κυδάλιμον
     κλητική ! κυδάλιμε κυδαλίμη κυδάλιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κυδάλιμοι αἱ κυδάλιμαι τὰ κυδάλιμ
      γενική τῶν κυδαλίμων τῶν κυδαλίμων τῶν κυδαλίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς κυδαλίμοις ταῖς κυδαλίμαις τοῖς κυδαλίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κυδαλίμους τὰς κυδαλίμᾱς τὰ κυδάλιμ
     κλητική ! κυδάλιμοι κυδάλιμαι κυδάλιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυδαλίμω τὼ κυδαλίμ τὼ κυδαλίμω
      γεν-δοτ τοῖν κυδαλίμοιν τοῖν κυδαλίμαιν τοῖν κυδαλίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυδάλιμος < κῦδος + -άλιμος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

κυδάλιμος, -ος/-η, -ον

Εκφράσεις

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.