ὑψερεφής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ο και η ὑψερεφής, το ὑψερεφές και ο,η ὑψηρεφής,-ές
- το ψηλοτάβανο, με υψηλό θόλο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 15
- ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
- Ἔτσι μὲς στὸ πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι | ὅλ' οἱ γειτόνοι κι οἱ δικοὶ τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου, | καὶ γλέντιζαν
- Μετάφραση (1900): Αργύρης Εφταλιώτης δ 10
- ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
- ※ ὑψηρεφέος θαλάμοιο (Ιλιάδα, 9.582)
- ※ ναοί θ᾽ ὑψερεφεῖς καὶ ἀγάλματα (Αριστοφ. Νεφ. 299)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 15
Πηγές
- ὑψερεφής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑψερεφής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.