κυανίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυανίνη οι κυανίνες
      γενική της κυανίνης των κυανινών
    αιτιατική την κυανίνη τις κυανίνες
     κλητική κυανίνη κυανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: cyanine < αρχαία ελληνική κυανός / κυανοῦς

Ουσιαστικό

κυανίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.