κυάμωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυάμωση | οι | κυαμώσεις |
| γενική | της | κυάμωσης* | των | κυαμώσεων |
| αιτιατική | την | κυάμωση | τις | κυαμώσεις |
| κλητική | κυάμωση | κυαμώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κυαμώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κυάμωση θηλυκό
- (ιατρική) σοβαρή ασθένεια (ανεπάρκεια της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης) του αίματος που οφείλεται στην κατανάλωση κυάμων / κουκιών και σε γενετική προδιάθεση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύαμος
-
κυάμωση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.