φαβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαβισμός οι φαβισμοί
      γενική του φαβισμού των φαβισμών
    αιτιατική τον φαβισμό τους φαβισμούς
     κλητική φαβισμέ φαβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαβισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική favism < ιταλική fava < λατινική faba

Ουσιαστικό

φαβισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.