φαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φαβισμός | οι | φαβισμοί |
| γενική | του | φαβισμού | των | φαβισμών |
| αιτιατική | τον | φαβισμό | τους | φαβισμούς |
| κλητική | φαβισμέ | φαβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φαβισμός αρσενικό
- (ιατρική) ασθένεια που εκδηλώνεται μετά από κατανάλωση φάβας, κυρίως όταν είναι από κουκιά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φαβισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.