κτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτισμένος η κτισμένη το κτισμένο
      γενική του κτισμένου της κτισμένης του κτισμένου
    αιτιατική τον κτισμένο την κτισμένη το κτισμένο
     κλητική κτισμένε κτισμένη κτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτισμένοι οι κτισμένες τα κτισμένα
      γενική των κτισμένων των κτισμένων των κτισμένων
    αιτιατική τους κτισμένους τις κτισμένες τα κτισμένα
     κλητική κτισμένοι κτισμένες κτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κτίζω

Μετοχή

κτισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.