κτηνόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηνόμορφος η κτηνόμορφη το κτηνόμορφο
      γενική του κτηνόμορφου της κτηνόμορφης του κτηνόμορφου
    αιτιατική τον κτηνόμορφο την κτηνόμορφη το κτηνόμορφο
     κλητική κτηνόμορφε κτηνόμορφη κτηνόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηνόμορφοι οι κτηνόμορφες τα κτηνόμορφα
      γενική των κτηνόμορφων των κτηνόμορφων των κτηνόμορφων
    αιτιατική τους κτηνόμορφους τις κτηνόμορφες τα κτηνόμορφα
     κλητική κτηνόμορφοι κτηνόμορφες κτηνόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κτηνόμορφος < ελληνιστική κοινή κτηνόμορφος < αρχαία ελληνική κτῆνος + μορφή

Επίθετο

κτηνόμορφος

  1. που έχει τη μορφή κτήνους
  2. που έχει κτηνώδη συμπεριφορά
     συνώνυμα: κτηνώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.