κρυφτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρυφτός | η | κρυφτή | το | κρυφτό |
| γενική | του | κρυφτού | της | κρυφτής | του | κρυφτού |
| αιτιατική | τον | κρυφτό | την | κρυφτή | το | κρυφτό |
| κλητική | κρυφτέ | κρυφτή | κρυφτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρυφτοί | οι | κρυφτές | τα | κρυφτά |
| γενική | των | κρυφτών | των | κρυφτών | των | κρυφτών |
| αιτιατική | τους | κρυφτούς | τις | κρυφτές | τα | κρυφτά |
| κλητική | κρυφτοί | κρυφτές | κρυφτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρυφτός < μεσαιωνική ελληνική κρυφτός < αρχαία ελληνική κρυπτός < κρύπτω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρύβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.