κρύπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρύπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύπτω

Ρήμα

κρύπτω

Συγγενικά

και

Κλίση

Ενεργητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κρύπτω   κρύπτομαι 
Παρατατικός  ἔκρυπτον   ἐκρυπτόμην 
Μέλλοντας  κρύψω   κρύψομαι, κρῠφήσομαι, κρυφθήσομαι 
Αόριστος  ἔκρυψα, ἔκρῠβον, επικός τύπος κρύψα   ἐκρυψάμην, ἐκρύφθην, ἐκρύβην 
Παρακείμενος  κέκρῠφα   κέκρυμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκεκρύφειν   κεκρυμμένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.  κεκρύψομαι 
ιωνικός τύπος παρατατικός: κρύπτασκε, ιωνικός τύπος γʹ πληθ. παρακ.: κεκρύφαται

Ετυμολογία

κρύπτω < άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

κρύπτω

  1. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 272
    ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ.
    και ο Αίας τον εσκέπαζε με την λαμπρήν ασπίδα.
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greeklanguage.gr
  2. κρύβω στη γη, θάβω
  3. καλύπτω, κρατώ κρυφό
  4. (στην μέση φωνή) καλύπτω, κρύβω
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 646-647
    ἅπανθ᾽ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος | φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται·
    Όλα, μακρύς ο χρόνος κι αναρίθμητος, | τ᾽ άδηλα φανερώνει, τα φανερά τα κρύβει.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greeklanguage.gr
  5. (στην παθητική φωνή) (για τους διάττοντες αστέρες) κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 386 (385-387)
    αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα | κεκρύφαται, αὖτις δὲ περιπλομένου ἐνιαυτοῦ | φαίνονται τὰ πρῶτα χαρασσομένοιο σιδήρου.
    Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες | είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει, | για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
    ΣτΕ Ο Ησίοδος αναφέρεται στις Πλειάδες.
  6. (αμετάβατο) κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος

Συγγενικά

  • ἄκρυπτος
  • ἀμφικρύπτω
  • ἀνακρύπτω
  • ἀνεπίκρυπτος
  • ἀποκρύπτω
  • διακρύπτω
  • ἐγκατακρύπτω
  • ἐγκρυπτέον
  • ἔγκρυπτος
  • ἐγκρύπτω
  • ἐναποκρύπτω
  • εὔκρυπτος
  • εὐσύγκρυπτος
  • κακκρύπτω
  • κατακρύπτω
  • κρυπτέον
  • κρυπτέος
  • κρυπτεύω
  • κρυπτή
  • κρυπτήρ
  • κρυπτήριος
  • κρύπτης
  • παρακρύπτω
  • περικρύπτω
  • προκρύπτω
  • συγκρύπτω
  • συναποκρύπτω
  • συνεπικρύπτω
  • ὑπαποκρύπτω
  • ὑποκρύπτω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.