κρυπτόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρυπτόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρυπτόν[1]  και δείτε τη λέξη κρυπτό

Ουσιαστικό

κρυπτόν ουδέτερο

  • (χημικό στοιχείο)  δείτε τη λέξη κρυπτό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρυπτόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κρυπτός
  2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του κρυπτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.