κρουπιέρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρουπιέρισσα | οι | κρουπιέρισσες |
| γενική | της | κρουπιέρισσας | των | κρουπιερισσών |
| αιτιατική | την | κρουπιέρισσα | τις | κρουπιέρισσες |
| κλητική | κρουπιέρισσα | κρουπιέρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρουπιέρισσα < κρουπιέρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < γαλλική croupier < croupe < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις
κρουπιέρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.