κριτήριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κριτήριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κριτήριον

Ουσιαστικό

κριτήριον ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) δικαστήριο
  2. κρίση
  3. βασανιστήριο, τιμωρία
     συνώνυμα: κριτηρεμός
  4. σκέψη που μας βασανίζει

Συγγενικά

  • κριτηρεμένα
  • κριτηρεμός
  • κριτηρεύγω
  • κριτηριάζω

 και δείτε τις λέξεις κριτής και κρίνω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρῐτήριο-
ονομαστική τὸ κριτήριον τὰ κριτήρι
      γενική τοῦ κριτηρίου τῶν κριτηρίων
      δοτική τῷ κριτηρί τοῖς κριτηρίοις
    αιτιατική τὸ κριτήριον τὰ κριτήρι
     κλητική ! κριτήριον κριτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κριτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  κριτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κριτήριον < (κρίνω) κρι- + -τήριον

Ουσιαστικό

κριτήριον, -ου ουδέτερο

  1. μέθοδος κρίσης, κριτήριο,
  2. (νομικός όρος) δικαστική κρίση

Συγγενικά

  • ἐγκριτήριος
  • ἐπικριτήριον

 και δείτε τη λέξη κριτής για θέματα με κριτ- & κρίνω για περισσότερα θέματα

Απόγονοι

κριτήριον (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: κριτήριον
νέα ελληνικά: κριτήριο
λατινικά: criterium
αγγλικά: criterion
γερμανικά: Kriterium
ισπανικά: criterio
ιταλικά: criterio
ρωσικά: критерий (kritɛ́rij)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.