κριτήριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κριτήριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κριτήριον
Ουσιαστικό
κριτήριον ουδέτερο
- (νομικός όρος) δικαστήριο
- κρίση
- βασανιστήριο, τιμωρία
- ≈ συνώνυμα: κριτηρεμός
- σκέψη που μας βασανίζει
Πηγές
- κριτήριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κρῐτήριο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | κριτήριον | τὰ | κριτήριᾰ | |
| γενική | τοῦ | κριτηρίου | τῶν | κριτηρίων | |
| δοτική | τῷ | κριτηρίῳ | τοῖς | κριτηρίοις | |
| αιτιατική | τὸ | κριτήριον | τὰ | κριτήριᾰ | |
| κλητική ὦ! | κριτήριον | κριτήριᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κριτηρίω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κριτηρίοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Συγγενικά
- ἐγκριτήριος
- ἐπικριτήριον
→ και δείτε τη λέξη κριτής για θέματα με κριτ- & κρίνω για περισσότερα θέματα
Απόγονοι
κριτήριον (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
- κριτήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κριτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.