κρικελωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρικελωτός | η | κρικελωτή | το | κρικελωτό |
| γενική | του | κρικελωτού | της | κρικελωτής | του | κρικελωτού |
| αιτιατική | τον | κρικελωτό | την | κρικελωτή | το | κρικελωτό |
| κλητική | κρικελωτέ | κρικελωτή | κρικελωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρικελωτοί | οι | κρικελωτές | τα | κρικελωτά |
| γενική | των | κρικελωτών | των | κρικελωτών | των | κρικελωτών |
| αιτιατική | τους | κρικελωτούς | τις | κρικελωτές | τα | κρικελωτά |
| κλητική | κρικελωτοί | κρικελωτές | κρικελωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρικελωτός < μεσαιωνική ελληνική κρικελλωτός (ορθογραφική απλοποίηση) < κρικέλλι(ν) < ελληνιστική κοινή κρικέλλιον < κρίκελλος < λατινική circellus < circulus < circus < αρχαία ελληνική κίρκος / κρίκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (λυγίζω, κάμπτω)
Μεταφράσεις
κρικελωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.