κρησέρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κρησέρᾱ | αἱ | κρησέραι |
| γενική | τῆς | κρησέρᾱς | τῶν | κρησερῶν |
| δοτική | τῇ | κρησέρᾳ | ταῖς | κρησέραις |
| αιτιατική | τὴν | κρησέρᾱν | τὰς | κρησέρᾱς |
| κλητική ὦ! | κρησέρᾱ | κρησέραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρησέρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κρησέραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρησέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρησέρα, -ας θηλυκό
- (κουζινικά) κόσκινο, κρησάρα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 991 (989-991)
- [ΝΕΑΣ.] οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι λέγεις· τηνδεδί μοι κρουστέον. | [ΓΡ. Α’] ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν πρῶτον θύραν. | [ΝΕΑΣ.] ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ κρησέραν αἰτούμεθα.
- [ΠΑΛ.] Τί θες να πεις; Δε σε καταλαβαίνω. Πάω να χτυπήσω της μικρής την πόρτα. | [Α’ ΓΡ.] Μα τη δικιά μου πρώτα θα χτυπήσεις. | [ΠΑΛ.] Κορίτσι θέλω απάρθενο, όχι κόσκινο!
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- [ΝΕΑΣ.] οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι λέγεις· τηνδεδί μοι κρουστέον. | [ΓΡ. Α’] ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν πρῶτον θύραν. | [ΝΕΑΣ.] ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ κρησέραν αἰτούμεθα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 991 (989-991)
- (ελληνιστική σημασία , εργαλείο) λεπτό δίχτυ για ψάρεμα
- ιωνικός τύπος : κρησέρη
- αιολικός τύπος : κραἅρα
Συγγενικά
- κρησέριον
- κρησερίτης
- κρησερίτης ἄρτος
Πηγές
- κρησέρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.