κρησέρη

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κρησέρη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρησέρη θηλυκό

  • ιωνικός τύπος του κρησέρα
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 3.222, @scaife.perseus
    ἵππειον γάλα ἑψήσας, διεὶς διὰ κρησέρης ὡς λεπτοτάτης καὶ καθαρωτάτης, τούτῳ κλύζειν, κλυστῆρα ἐπιτήδειον ποιησάμενος·

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.