κόσσινον
Κυπριακά (el-cyp)
Ετυμολογία
- κόσσινον < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- κοσσινάς
- κοσσινίζω
- κοσσίνισμαν
- στα νέα ελληνικά: σήτα, σίτα, κρησάρα
- στα αρχαία ελληνικά: κρησέρα, κρησέρη
Πηγές
- κόσσινον @polignosi, κόσσινον @polignosi, Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.