κρηναίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρηναίος η κρηναία το κρηναίο
      γενική του κρηναίου της κρηναίας του κρηναίου
    αιτιατική τον κρηναίο την κρηναία το κρηναίο
     κλητική κρηναίε κρηναία κρηναίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρηναίοι οι κρηναίες τα κρηναία
      γενική των κρηναίων των κρηναίων των κρηναίων
    αιτιατική τους κρηναίους τις κρηναίες τα κρηναία
     κλητική κρηναίοι κρηναίες κρηναία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρηναίος < αρχαία ελληνική κρηναῖος < κρήνη

Επίθετο

κρηναίος, -α, -ον

  1. αυτός που αναφέρεται στην κρήνη
  2. αυτός που προέρχεται από τη βρύση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.