κρηναίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

κρηναίο

  1. κρηναίος, στην αιτιατική του ενικού

κρηναίο, ουδέτερο του κρηναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.