κράξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράξιμο τα κραξίματα
      γενική του κραξίματος των κραξιμάτων
    αιτιατική το κράξιμο τα κραξίματα
     κλητική κράξιμο κραξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κράξιμο < μεσαιωνική ελληνική κράξιμον < αρχαία ελληνική κρώζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

κράξιμο ουδέτερο

  1. η φωνή του κόρακα ή κάποια παρόμοια
  2. (λαϊκότροπο) αποδοκιμασία
     συνώνυμα: γιούχα, γιουχάισμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.