κούτελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κούτελο | τα | κούτελα |
| γενική | του | κούτελου | των | κούτελων |
| αιτιατική | το | κούτελο | τα | κούτελα |
| κλητική | κούτελο | κούτελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Aνθρώπινο κούτελο.
Ετυμολογία
- κούτελο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κούτελο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.