κούκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κούκος | οι | κούκοι |
| γενική | του | κούκου | των | κούκων |
| αιτιατική | τον | κούκο | τους | κούκους |
| κλητική | κούκε | κούκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
σκίτσο κούκου

κούκος κρεμασμένος σε τοίχο
Ετυμολογία
- κούκος < (ηχομιμητική λέξη) από τη λαλιά του πτηνού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈku.kos/
Ουσιαστικό
κούκος αρσενικό, αρχαία ελληνική κόκκυξ
- νυκτόβιο ωδικό πτηνό που γίνεται αντιληπτό από την επαναλαμβανόμενη λαλιά του: "κούκου - κούκου", στην αναζήτηση ερωτικού συντρόφου
- (μεταφορικά) μοναχικό άτομο, ο εργένης
- σκούφος
- ρολόι κούκου που σημαίνονται οι ώρες ομόηχα
Εκφράσεις
- μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι: λέγεται στην περίπτωση υπερβολικής δαπάνης, πολύ μεγαλύτερης της πραγματικής αξίας
- τρεις κι ο κούκος: πολύ λίγοι
Παροιμίες
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.