κούκου
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈku.ku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐κου
Ετυμολογία 1
- κούκου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούκου → δείτε και το αρχαίο κόκκυ (ηχομιμητική λέξη) από τη φωνή του κούκου
Επιφώνημα
κούκου
Εκφράσεις
- δε μου κάνει κούκου
- κουκουβάου, κουκουβάγια
- κουκουρίκου (κικιρίκου)
- κου
Μεταφράσεις
η φωνή του κούκου
|
|
Ετυμολογία 2
- κούκου: κλιτικός τύπος
Πηγές
- κούκου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κούκου - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Επιφώνημα
κούκου
- (προφορικό, χυδαίο) ως αισχρολογία, που να…
- ※ 12ος ή 14ος αιώνας Ανωνύμου, ⌘ Σπανός (ή Σπανέας)
- Σπανέας. Στίχοι, γραφή και διδαχή <και> παραινέσεως λόγοι εξ Αλεξίου Κομνηνού του μακαριωτάτου προς τον του πρίγκιπος υιόν Καίσαρος Βρυεννίου… Επιμ. Hanna, 516.
- κούκου, κοπείκοπεῖ το ποδάριν σου
- Spanos Eine byzantinische Satire in der Form einer Parodie. Επιμ. Eideneier
- κούκου, κοπῇ το ποδάριν σου
- Σπανέας. Στίχοι, γραφή και διδαχή <και> παραινέσεως λόγοι εξ Αλεξίου Κομνηνού του μακαριωτάτου προς τον του πρίγκιπος υιόν Καίσαρος Βρυεννίου… Επιμ. Hanna, 516.
- ※ 12ος ή 14ος αιώνας Ανωνύμου, ⌘ Σπανός (ή Σπανέας)
Συγγενικά
- κουκουβάς
- κουκουβάου, κουκουβίου
- κουκουβίζω
- κουκούβιν
Πηγές
- κούκου - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.