κούκου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈku.ku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κούκου

Ετυμολογία 1

κούκου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούκου  δείτε και το αρχαίο κόκκυ (ηχομιμητική λέξη) από τη φωνή του κούκου

Επιφώνημα

κούκου

  1. (φωνή πουλιού) ο ήχος της φωνής του κούκου
  2. (στην παιδική γλώσσα) πρόδρομη λέξη για το απαντητικό τζα σε προσομοίωση κρυφτού που απευθύνεται σε μωρά και νήπια
  3. (αργκό) για άνθρωπο που ζει στον κόσμο του
     συνώνυμα: φευγάτος

Εκφράσεις

  • δε μου κάνει κούκου

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κούκου: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κούκου αρσενικό

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κούκου (ηχομιμητική λέξη) κούκου, η φωνή του κούκου  δείτε και τη λέξη κούκουδος (εξόγκωμα, πέος)

Επιφώνημα

κούκου

  • (προφορικό, χυδαίο) ως αισχρολογία, που να
      12ος ή 14ος αιώνας Ανωνύμου, ΣπανόςΣπανέας)
    • Σπανέας. Στίχοι, γραφή και διδαχή <και> παραινέσεως λόγοι εξ Αλεξίου Κομνηνού του μακαριωτάτου προς τον του πρίγκιπος υιόν Καίσαρος Βρυεννίου Επιμ. Hanna, 516.
      κούκου, κοπείκοπεῖ το ποδάριν σου
    • Spanos Eine byzantinische Satire in der Form einer Parodie. Επιμ. Eideneier
      κούκου, κοπῇ το ποδάριν σου

Συγγενικά

  • κουκουβάς
  • κουκουβάου, κουκουβίου
  • κουκουβίζω
  • κουκούβιν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.