κοχλιάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κοχλιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη κοχλιάριον
- κοχλιάριν
Συνώνυμα
- κοχλιαρέα (θηλυκό)
- κοχλιάς (θηλυκό)
- → και δείτε τη λέξη χουλιάριν
Πηγές
- κοχλιάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κοχλιάριον | τὰ | κοχλιάριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | κοχλιαρίου | τῶν | κοχλιαρίων | ||||
| δοτική | τῷ | κοχλιαρίῳ | τοῖς | κοχλιαρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | κοχλιάριον | τὰ | κοχλιάριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | κοχλιάριον | κοχλιάριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοχλιαρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κοχλιαρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κοχλιάριον < *κοχλί(ον) + -άριον. Υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κόχλος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κοχλιάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (κουζινικά) το κουτάλι (ως μεζούρα, ως ποσότητα κουταλιάς)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
κοχλιάριον (ελληνιστική κοινή)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κοχλιάριον
- ⇒ νέα ελληνικά: χουλιάρι - για το κοχλιάριο → δείτε το λατινικό cochlear.
- ⇒ κυπριακά: χουλιάριν, χουλιαρούιν (το κουτάλι: κουταλούιν)
Πηγές
- κοχλιάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.