κουφωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουφωμένος | η | κουφωμένη | το | κουφωμένο |
| γενική | του | κουφωμένου | της | κουφωμένης | του | κουφωμένου |
| αιτιατική | τον | κουφωμένο | την | κουφωμένη | το | κουφωμένο |
| κλητική | κουφωμένε | κουφωμένη | κουφωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουφωμένοι | οι | κουφωμένες | τα | κουφωμένα |
| γενική | των | κουφωμένων | των | κουφωμένων | των | κουφωμένων |
| αιτιατική | τους | κουφωμένους | τις | κουφωμένες | τα | κουφωμένα |
| κλητική | κουφωμένοι | κουφωμένες | κουφωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουφώνω
Μεταφράσεις
κουφωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.