πεντόβολα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πεντόβολα
      γενική των πεντόβολων
    αιτιατική τα πεντόβολα
     κλητική πεντόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντόβολα < πληθυντικός αριθμός του πεντόβολο

Προφορά

ΔΦΑ : /penˈdo.vo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεντόβολα

Ουσιαστικό

πεντόβολα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • παιδικό παιχνίδι που παίζεται με πέντε βόλους ή πετρούλες
      Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πεντόβολα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.