κουτσουλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσουλιά οι κουτσουλιές
      γενική της κουτσουλιάς των κουτσουλιών
    αιτιατική την κουτσουλιά τις κουτσουλιές
     κλητική κουτσουλιά κουτσουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουτσουλιά < κουτσιλιά < κότα + τσιλιά < τσιλώ < ελληνιστική κοινή τιλάω < τῖλος (υγρά κόπρανα, διάρροια)

Ουσιαστικό

κουτσουλιά θηλυκό

  1. το περίττωμα από πουλί
  2. (μεταφορικά) κάτι που είναι πολύ μικρό που έχει πολύ μικρές διαστάσεις (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

Ταυτόσημο

  • κοτσιλιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.