κουρκουμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρκουμάς οι κουρκουμάδες
      γενική του κουρκουμά των κουρκουμάδων
    αιτιατική τον κουρκουμά τους κουρκουμάδες
     κλητική κουρκουμά κουρκουμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουρκουμάς
Κουρκουμάς, μπαχαρικό.

Ετυμολογία

κουρκουμάς < (άμεσο δάνειο) ισπανική cúrcuma < αραβική كركم (kourkoum)

Ουσιαστικό

κουρκουμάς αρσενικό

  1. (φυτό) πολυετές ριζωματοειδές φυτό της οικογένειας των Zingiberaceae (Curcuma longa -Κουρκούμη η μακρά- ή Curcuma domestica -Κουρκούμη η οικιακή)
  2. μπαχαρικό σε σκόνη που βγαίνει από την τριμμένη ρίζα του παραπάνω φυτού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.