κουρκουμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουρκουμάς | οι | κουρκουμάδες |
| γενική | του | κουρκουμά | των | κουρκουμάδων |
| αιτιατική | τον | κουρκουμά | τους | κουρκουμάδες |
| κλητική | κουρκουμά | κουρκουμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
![]() Κουρκουμάς |
![]() Κουρκουμάς, μπαχαρικό. |
Ετυμολογία
- κουρκουμάς < (άμεσο δάνειο) ισπανική cúrcuma < αραβική كركم (kourkoum)
Ουσιαστικό
κουρκουμάς αρσενικό
- (φυτό) πολυετές ριζωματοειδές φυτό της οικογένειας των Zingiberaceae (Curcuma longa -Κουρκούμη η μακρά- ή Curcuma domestica -Κουρκούμη η οικιακή)
- μπαχαρικό σε σκόνη που βγαίνει από την τριμμένη ρίζα του παραπάνω φυτού
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

