κουρκούμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρκούμι τα κουρκούμια
      γενική του κουρκουμιού των κουρκουμιών
    αιτιατική το κουρκούμι τα κουρκούμια
     κλητική κουρκούμι κουρκούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρκούμι < κουρκουμάς +

Ουσιαστικό

κουρκούμι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.