κουρελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουρελής | οι | κουρελήδες |
| γενική | του | κουρελή | των | κουρελήδων |
| αιτιατική | τον | κουρελή | τους | κουρελήδες |
| κλητική | κουρελή | κουρελήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ɾeˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρε‐λής
- ομόηχο: Κουρελής
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- κουρελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.