κουλοχέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλοχέρης η κουλοχέρα το κουλοχέρικο
      γενική του κουλοχέρη της κουλοχέρας του κουλοχέρικου
    αιτιατική τον κουλοχέρη την κουλοχέρα το κουλοχέρικο
     κλητική κουλοχέρη κουλοχέρα κουλοχέρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλοχέρηδες οι κουλοχέρες τα κουλοχέρικα
      γενική των κουλοχέρηδων των κουλοχέρικων
    αιτιατική τους κουλοχέρηδες τις κουλοχέρες τα κουλοχέρικα
     κλητική κουλοχέρηδες κουλοχέρες κουλοχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουλοχέρης <  δείτε τη λέξη κουλός

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.loˈçe.ɾis/

Επίθετο

κουλοχέρης

  1. κουλός
  2. ηλεκτρονικό τυχερό παιχνίδι που λειτουργεί με ένα μοχλό
     συνώνυμα: ο κλέφτης με το ένα χέρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.