κουβεντιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουβεντιαστός | η | κουβεντιαστή | το | κουβεντιαστό |
| γενική | του | κουβεντιαστού | της | κουβεντιαστής | του | κουβεντιαστού |
| αιτιατική | τον | κουβεντιαστό | την | κουβεντιαστή | το | κουβεντιαστό |
| κλητική | κουβεντιαστέ | κουβεντιαστή | κουβεντιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουβεντιαστοί | οι | κουβεντιαστές | τα | κουβεντιαστά |
| γενική | των | κουβεντιαστών | των | κουβεντιαστών | των | κουβεντιαστών |
| αιτιατική | τους | κουβεντιαστούς | τις | κουβεντιαστές | τα | κουβεντιαστά |
| κλητική | κουβεντιαστοί | κουβεντιαστές | κουβεντιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- κουβεντιαστά
- → δείτε τη λέξη κουβέντα
Μεταφράσεις
κουβεντιαστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.