κουβεντιαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουβεντιαστός η κουβεντιαστή το κουβεντιαστό
      γενική του κουβεντιαστού της κουβεντιαστής του κουβεντιαστού
    αιτιατική τον κουβεντιαστό την κουβεντιαστή το κουβεντιαστό
     κλητική κουβεντιαστέ κουβεντιαστή κουβεντιαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουβεντιαστοί οι κουβεντιαστές τα κουβεντιαστά
      γενική των κουβεντιαστών των κουβεντιαστών των κουβεντιαστών
    αιτιατική τους κουβεντιαστούς τις κουβεντιαστές τα κουβεντιαστά
     κλητική κουβεντιαστοί κουβεντιαστές κουβεντιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουβεντιαστός < κουβεντιάζω + -τός < κουβέντα < λατινική conventus (συνέλευση) < convenio < con- + venio

Επίθετο

κουβεντιαστός

  1. που γίνεται κουβεντιάζοντας, με κουβέντα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κουβεντιαστό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.