κουβαλητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουβαλητός | η | κουβαλητή | το | κουβαλητό |
| γενική | του | κουβαλητού | της | κουβαλητής | του | κουβαλητού |
| αιτιατική | τον | κουβαλητό | την | κουβαλητή | το | κουβαλητό |
| κλητική | κουβαλητέ | κουβαλητή | κουβαλητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουβαλητοί | οι | κουβαλητές | τα | κουβαλητά |
| γενική | των | κουβαλητών | των | κουβαλητών | των | κουβαλητών |
| αιτιατική | τους | κουβαλητούς | τις | κουβαλητές | τα | κουβαλητά |
| κλητική | κουβαλητοί | κουβαλητές | κουβαλητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουβαλητός < μεσαιωνική ελληνική κουβαλητός < κουβαλώ + -τός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.va.liˈtos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουβαλώ
Μεταφράσεις
κουβαλητός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.