κοσμοϊστορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμοϊστορικός η κοσμοϊστορική το κοσμοϊστορικό
      γενική του κοσμοϊστορικού της κοσμοϊστορικής του κοσμοϊστορικού
    αιτιατική τον κοσμοϊστορικό την κοσμοϊστορική το κοσμοϊστορικό
     κλητική κοσμοϊστορικέ κοσμοϊστορική κοσμοϊστορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμοϊστορικοί οι κοσμοϊστορικές τα κοσμοϊστορικά
      γενική των κοσμοϊστορικών των κοσμοϊστορικών των κοσμοϊστορικών
    αιτιατική τους κοσμοϊστορικούς τις κοσμοϊστορικές τα κοσμοϊστορικά
     κλητική κοσμοϊστορικοί κοσμοϊστορικές κοσμοϊστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσμοϊστορικός < κόσμος + -ο- + ιστορικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική weltgeschichtlich

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.zmo.i.sto.ɾiˈkos/

Επίθετο

κοσμοϊστορικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.