κοσμοσωτήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμοσωτήριος | η | κοσμοσωτήρια | το | κοσμοσωτήριο |
| γενική | του | κοσμοσωτήριου | της | κοσμοσωτήριας | του | κοσμοσωτήριου |
| αιτιατική | τον | κοσμοσωτήριο | την | κοσμοσωτήρια | το | κοσμοσωτήριο |
| κλητική | κοσμοσωτήριε | κοσμοσωτήρια | κοσμοσωτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμοσωτήριοι | οι | κοσμοσωτήριες | τα | κοσμοσωτήρια |
| γενική | των | κοσμοσωτήριων | των | κοσμοσωτήριων | των | κοσμοσωτήριων |
| αιτιατική | τους | κοσμοσωτήριους | τις | κοσμοσωτήριες | τα | κοσμοσωτήρια |
| κλητική | κοσμοσωτήριοι | κοσμοσωτήριες | κοσμοσωτήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμοσωτήριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
κοσμοσωτήριος, -α, -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κοσμοσωτήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.