κοσμοσωτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμοσωτήριος η κοσμοσωτήρια το κοσμοσωτήριο
      γενική του κοσμοσωτήριου της κοσμοσωτήριας του κοσμοσωτήριου
    αιτιατική τον κοσμοσωτήριο την κοσμοσωτήρια το κοσμοσωτήριο
     κλητική κοσμοσωτήριε κοσμοσωτήρια κοσμοσωτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμοσωτήριοι οι κοσμοσωτήριες τα κοσμοσωτήρια
      γενική των κοσμοσωτήριων των κοσμοσωτήριων των κοσμοσωτήριων
    αιτιατική τους κοσμοσωτήριους τις κοσμοσωτήριες τα κοσμοσωτήρια
     κλητική κοσμοσωτήριοι κοσμοσωτήριες κοσμοσωτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσμοσωτήριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κοσμοσωτήριος, -α, -ο

  1. που επιδιώκει να σώσει τον κόσμο
  2. που αποβλέπει στη σωτηρία των ανθρώπων


Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.