κοσμηματοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοσμηματοποιός οι κοσμηματοποιοί
      γενική του/της κοσμηματοποιού των κοσμηματοποιών
    αιτιατική τον/την κοσμηματοποιό τους/τις κοσμηματοποιούς
     κλητική κοσμηματοποιέ κοσμηματοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμηματοποιός < κόσμημα + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

κοσμηματοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.