κορυφωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κορυφωμένος | η | κορυφωμένη | το | κορυφωμένο |
| γενική | του | κορυφωμένου | της | κορυφωμένης | του | κορυφωμένου |
| αιτιατική | τον | κορυφωμένο | την | κορυφωμένη | το | κορυφωμένο |
| κλητική | κορυφωμένε | κορυφωμένη | κορυφωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κορυφωμένοι | οι | κορυφωμένες | τα | κορυφωμένα |
| γενική | των | κορυφωμένων | των | κορυφωμένων | των | κορυφωμένων |
| αιτιατική | τους | κορυφωμένους | τις | κορυφωμένες | τα | κορυφωμένα |
| κλητική | κορυφωμένοι | κορυφωμένες | κορυφωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κορυφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορυφώνω
Μεταφράσεις
κορυφωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.