κορονοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κορονοϊκός | η | κορονοϊκή | το | κορονοϊκό |
| γενική | του | κορονοϊκού | της | κορονοϊκής | του | κορονοϊκού |
| αιτιατική | τον | κορονοϊκό | την | κορονοϊκή | το | κορονοϊκό |
| κλητική | κορονοϊκέ | κορονοϊκή | κορονοϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κορονοϊκοί | οι | κορονοϊκές | τα | κορονοϊκά |
| γενική | των | κορονοϊκών | των | κορονοϊκών | των | κορονοϊκών |
| αιτιατική | τους | κορονοϊκούς | τις | κορονοϊκές | τα | κορονοϊκά |
| κλητική | κορονοϊκοί | κορονοϊκές | κορονοϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κορονοϊκός < κορονο(ϊός) + -ικός με περικοπή του *κορονοϊικός (Χρειάζεται έλεγχο)
Επίθετο
κορονοϊκός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με κορονοϊό και την ασθένεια που αυτός συνεπάγεται ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Με ενσυναίσθηση, οι περισσότεροι πολίτες έχουν αυτοπεριοριστεί, σηκώνοντας ο καθένας τα δικά του «κορονοϊκά» τείχη, για να προστατεύει τον εαυτό του, τους οικείους του, τις ευπαθείς ομάδες, τους συμπολίτες του. Μένοντας στο σπίτι, έχουμε ξεχάσει αυτούς που δεν έχουν σπίτι. Από το «κάδρο προστασίας» απουσιάζουν οι άστεγοι, οι τοξικομανείς, οι φυλακισμένοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. (Εφημερίδα των Συντακτών, 23.3.2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.