κοραλλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοραλλής η κοραλλιά το κοραλλί
      γενική του κοραλλή
& κοραλλιού
της κοραλλιάς του κοραλλιού
(κοραλλί)
    αιτιατική τον κοραλλή την κοραλλιά το κοραλλί
     κλητική κοραλλή κοραλλιά κοραλλί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοραλλιοί οι κοραλλιές τα κοραλλιά
      γενική των κοραλλιών των κοραλλιών των κοραλλιών
    αιτιατική τους κοραλλιούς τις κοραλλιές τα κοραλλιά
     κλητική κοραλλιοί κοραλλιές κοραλλιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, κοραλλί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοραλλής < κοράλλ(ι) + -ής

Επίθετο

κοραλλής, -ιά, -ί και άκλιτο κοραλλί

  1. (προφορικό) συνώνυμο του κορελλένιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κοραλλί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.