κοπτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτική οι κοπτικές
      γενική της κοπτικής των κοπτικών
    αιτιατική την κοπτική τις κοπτικές
     κλητική κοπτική κοπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοπτικός < ελληνιστική κοινή κοπτικός < αρχαία ελληνική κόπτω

Ουσιαστικό

κοπτική θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κόβω

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κοπτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.