κοπανιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπανιστός η κοπανιστή το κοπανιστό
      γενική του κοπανιστού της κοπανιστής του κοπανιστού
    αιτιατική τον κοπανιστό την κοπανιστή το κοπανιστό
     κλητική κοπανιστέ κοπανιστή κοπανιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπανιστοί οι κοπανιστές τα κοπανιστά
      γενική των κοπανιστών των κοπανιστών των κοπανιστών
    αιτιατική τους κοπανιστούς τις κοπανιστές τα κοπανιστά
     κλητική κοπανιστοί κοπανιστές κοπανιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοπανιστός < ελληνιστική κοινή κοπανιστός < κοπανίζω < κόπανον

Επίθετο

κοπανιστός

  1. που έχει κοπανιστεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κοπανιστή

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.