κοπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω
Ρήμα
κοπανίζω, αόρ.: κοπάνισα, παθ.φωνή: κοπανίζομαι, π.αόρ.: κοπανίστηκα, μτχ.π.π.: κοπανισμένος
- κονιορτοποιώ χτυπώντας (όπως μέσα σε γουδί)
- (λαϊκό) χτυπώ άγρια κάποιον
- ↪ Του την κοπάνισε στο δόξα πατρί.
Συγγενικά
- ψιλοκοπανίζω
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοπανίζω | κοπάνιζα | θα κοπανίζω | να κοπανίζω | κοπανίζοντας | |
| β' ενικ. | κοπανίζεις | κοπάνιζες | θα κοπανίζεις | να κοπανίζεις | κοπάνιζε | |
| γ' ενικ. | κοπανίζει | κοπάνιζε | θα κοπανίζει | να κοπανίζει | ||
| α' πληθ. | κοπανίζουμε | κοπανίζαμε | θα κοπανίζουμε | να κοπανίζουμε | ||
| β' πληθ. | κοπανίζετε | κοπανίζατε | θα κοπανίζετε | να κοπανίζετε | κοπανίζετε | |
| γ' πληθ. | κοπανίζουν(ε) | κοπάνιζαν κοπανίζαν(ε) |
θα κοπανίζουν(ε) | να κοπανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοπάνισα | θα κοπανίσω | να κοπανίσω | κοπανίσει | ||
| β' ενικ. | κοπάνισες | θα κοπανίσεις | να κοπανίσεις | κοπάνισε | ||
| γ' ενικ. | κοπάνισε | θα κοπανίσει | να κοπανίσει | |||
| α' πληθ. | κοπανίσαμε | θα κοπανίσουμε | να κοπανίσουμε | |||
| β' πληθ. | κοπανίσατε | θα κοπανίσετε | να κοπανίσετε | κοπανίστε | ||
| γ' πληθ. | κοπάνισαν κοπανίσαν(ε) |
θα κοπανίσουν(ε) | να κοπανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοπανίσει | είχα κοπανίσει | θα έχω κοπανίσει | να έχω κοπανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοπανίσει | είχες κοπανίσει | θα έχεις κοπανίσει | να έχεις κοπανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοπανίσει | είχε κοπανίσει | θα έχει κοπανίσει | να έχει κοπανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοπανίσει | είχαμε κοπανίσει | θα έχουμε κοπανίσει | να έχουμε κοπανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοπανίσει | είχατε κοπανίσει | θα έχετε κοπανίσει | να έχετε κοπανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοπανίσει | είχαν κοπανίσει | θα έχουν κοπανίσει | να έχουν κοπανίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοπανίζομαι | κοπανιζόμουν(α) | θα κοπανίζομαι | να κοπανίζομαι | ||
| β' ενικ. | κοπανίζεσαι | κοπανιζόσουν(α) | θα κοπανίζεσαι | να κοπανίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | κοπανίζεται | κοπανιζόταν(ε) | θα κοπανίζεται | να κοπανίζεται | ||
| α' πληθ. | κοπανιζόμαστε | κοπανιζόμαστε κοπανιζόμασταν |
θα κοπανιζόμαστε | να κοπανιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | κοπανίζεστε | κοπανιζόσαστε κοπανιζόσασταν |
θα κοπανίζεστε | να κοπανίζεστε | (κοπανίζεστε) | |
| γ' πληθ. | κοπανίζονται | κοπανίζονταν κοπανιζόντουσαν |
θα κοπανίζονται | να κοπανίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοπανίστηκα | θα κοπανιστώ | να κοπανιστώ | κοπανιστεί | ||
| β' ενικ. | κοπανίστηκες | θα κοπανιστείς | να κοπανιστείς | κοπανίσου | ||
| γ' ενικ. | κοπανίστηκε | θα κοπανιστεί | να κοπανιστεί | |||
| α' πληθ. | κοπανιστήκαμε | θα κοπανιστούμε | να κοπανιστούμε | |||
| β' πληθ. | κοπανιστήκατε | θα κοπανιστείτε | να κοπανιστείτε | κοπανιστείτε | ||
| γ' πληθ. | κοπανίστηκαν κοπανιστήκαν(ε) |
θα κοπανιστούν(ε) | να κοπανιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κοπανιστεί | είχα κοπανιστεί | θα έχω κοπανιστεί | να έχω κοπανιστεί | κοπανισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κοπανιστεί | είχες κοπανιστεί | θα έχεις κοπανιστεί | να έχεις κοπανιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κοπανιστεί | είχε κοπανιστεί | θα έχει κοπανιστεί | να έχει κοπανιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοπανιστεί | είχαμε κοπανιστεί | θα έχουμε κοπανιστεί | να έχουμε κοπανιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κοπανιστεί | είχατε κοπανιστεί | θα έχετε κοπανιστεί | να έχετε κοπανιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοπανιστεί | είχαν κοπανιστεί | θα έχουν κοπανιστεί | να έχουν κοπανιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κοπανισμένος - είμαστε, είστε, είναι κοπανισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κοπανισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κοπανισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κοπανισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κοπανισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κοπανισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κοπανισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
κοπανίζω
|
|
Πηγές
- κοπανίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- κοπανίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κοπανίζω'.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω
Εκφράσεις
- κοπανίζω το νερό: ματαιοπονώ
Πηγές
- κοπανίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κοπανίζω (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- κοπανίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.