κοπανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω

Ρήμα

κοπανίζω, αόρ.: κοπάνισα, παθ.φωνή: κοπανίζομαι, π.αόρ.: κοπανίστηκα, μτχ.π.π.: κοπανισμένος

  1. κονιορτοποιώ χτυπώντας (όπως μέσα σε γουδί)
  2. (λαϊκό) χτυπώ άγρια κάποιον
    Του την κοπάνισε στο δόξα πατρί.

Συγγενικά

  • ψιλοκοπανίζω

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοπανίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπανίζω

Ρήμα

κοπανίζω

  1. κοπανίζω στο γουδί
  2. χτυπάω δυνατά
  3. (μεταφορικά) εξουδετερώνω

Εκφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κοπανίζω (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κοπανίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.